- αντιβιοτικό
- το(βιοχ.-φαρμ.) ουσία και φάρμακο που καταστρέφει παθογόνους μικροοργανισμούς ή αναστέλλει τη δράση τους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντιβιοτικό — το όνομα που δίνεται σε ουσίες ποικίλης προέλευσης, οι οποίες μπορούν να εμποδίσουν την ανάπτυξη ή τον πολλαπλασιασμό των μικροβίων: Τα κυριότερα αντιβιοτικά είναι η πενικιλίνη και η στρεπτομυκίνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρεπτομυκίνη — Αντιβιοτικό που παράγεται από τον μεταβολισμό του μύκητα Streptomyces griseus, που απομονώθηκε το 1944. Χορηγούμενη δια της παρεντερικής οδού απορροφάται εύκολα, ενώ δεν απορροφάται όταν χορηγείται από το στόμα. Από τα γνωστότερα μικρόβια που… … Dictionary of Greek
χλωραμφαινικόλη — Αντιβιοτικό που απομονώθηκε το 1947 από καλλιέργειες του Streptomyces venezuelae και τώρα παρασκευάζεται συνθετικά σε ευρεία κλίμακα· ανήκει στην ομάδα των αντιβιοτικών που έχουν ευρύ φάσμα δράσης και είναι πολύ αποτελεσματικά τόσο κατά των gram… … Dictionary of Greek
ερυθρομυκίνη — Αντιβιοτικό με ευρύ φάσμα, που παράγεται βασικά από το μανιτάρι ακτινομύκης ο ερυθρός. Είναι εξαιρετικά δραστική για τα πιο πολλά θετικά κατά Γκραμ βακτήρια (σταφυλόκοκκους, στρεπτόκοκκους, πνευμονιόκοκκους κ.ά.) αλλά και για μερικά αρνητικά κατά … Dictionary of Greek
ακτινομυκίνη D ή ακτινομυκητίνη D — Αντιβιοτικό που παράγεται από το βακτήριο streptomyces parvullus. Χρησιμοποιείται ως αντινεοπλασματικό, κυρίως σε όγκο του Wilms (νεφροβλάστωμα) και σε μεταστατικούς καρκίνους των όρχεων … Dictionary of Greek
πενικιλ(λ)ίνη — η (φαρμ.) αντιβιοτικό τής οικογένειας τών β λακταμών, το οποίο απομονώθηκε από προϊόντα που παράγουν διάφορα πενικίλλια και, γενικά, το αντιβιοτικό που είναι παράγωγο τού αμινοπενικιλλανικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. penicilline < λατ.… … Dictionary of Greek
αμφομυκίνη — η βιοχ. πρόκειται για αντιβιοτικό, χημικώς πολυπεπτίδιο μη καθορισμένης ακόμη δομής … Dictionary of Greek
αμφοτερικίνη — η βιοχ. αντιμυκητιακό αντιβιοτικό που διακρίνεται σε αμφοτερικίνη Α και Β … Dictionary of Greek
ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… … Dictionary of Greek
κεφαλοσπορίνη — η (φαρμ.) αντιβιοτικό που παράγεται από καλλιέργειες τού μύκητα Cephalosporium acremonium, τού οποίου πολλά ημισυνθετικά παράγωγα διαθέτουν ισχυρή βακτηριοκτόνο δράση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cephalosporin < cephalo spor (πρβλ.… … Dictionary of Greek